- επίχωσις
- (-εως) η засыпка землёй; насыпание земли; устройство насыпи, дамбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιχώσει — ἐπίχωσις a heaping up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιχώσεϊ , ἐπίχωσις a heaping up fem dat sg (epic) ἐπίχωσις a heaping up fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχώσεις — ἐπίχωσις a heaping up fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίχωσις a heaping up fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχωση — η (AM ἐπίχωσις) [επιχώννυμι] επιχωμάτωση νεοελλ. βαθμιαία εξαφάνιση γήινου ανάγλυφου κάτω από τα ίδια του τα αποσαθρώματα μσν. εξόγκωση, μεγαλοποίηση … Dictionary of Greek
ἐπιχώσῃ — ἐπιχώσηι , ἐπίχωσις a heaping up fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)